Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες

Του Δημήτρη Αργασταρά

Περού, χώρα των αντιθέσεων, του Αμαζονίου και των Άνδεων, των πολλών φυλών που επιβιώνουν ακόμη μέσα στην ζούγκλα, των πολυπολιτισμικών πόλεων μεταξύ προόδου και υπανάπτυξης, χώρα με εθνολογικό, ανθρωπολογικό και γλωσσολογικό ενδιαφέρον. Στο τελευταίο μεταφρασμένο στα ελληνικά μυθιστόρημα του Μάριο Βάργκας Λιόσα «Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες» (Καστανιώτης, μτφρ. Τατάνια Ραπακούλια), ο πρόσφατα βραβευθείς με Νόμπελ συγγραφέας μάς φανερώνει την βαθιά αγάπη και το πάθος του για το ιθαγενές στοιχείο της χώρας του. Γοητευμένος, μάς μιλά για εκείνους τους ανθρώπους του απάτητου δάσους και της παρθένας φύσης (που καλύπτει τα τρία τέταρτα της χώρας), για τις πρωτόγονες φυλές που είναι διάσπαρτες στις τροπικές λοφοπλαγιές της Αμαζονίας, για την λιτή και εύθραυστη ζωή τους, για τους μύθους τους και τους θεούς τους, και για τους κινδύνους που διατρέχουν από τους «πολιτισμένους».

Το βιβλίο αποτελείται από δύο εναλλασσόμενες αφηγήσεις. Από την μία πλευρά έχουμε τον αφηγητή –θα έλεγε κανείς πως είναι ο ίδιος ο Λιόσα– με την δυτική παιδεία, το ορθολογικό πνεύμα, τις συγγραφικές ανησυχίες. Από την άλλη, έχουμε έναν χαρακτηριστικό εκπρόσωπο μιας από τις πιο περίεργες φυλές του Αμαζονίου, έναν Ματσιγκένγκα ιστορητή, έναν απλοϊκό πρωτόγονο με μαγικο-θρησκευτική οπτική - ή μήπως όχι, μήπως κάτι ακόμα πιο περίεργο και ενδιαφέρον συμβαίνει με αυτόν;

Ο αφηγητής βρίσκεται σε ένα ταξίδι στην Φλωρεντία, σε μια περιήγηση στα μέρη και τα έργα του Δάντη και του Μακιαβέλι, όταν πέφτει πάνω σε μια φωτογραφική έκθεση για την ζούγκλα και τις φυλές της πατρίδας του. Θα νιώσει μια ακαταμάχητη έλξη και έτσι, μέσα από την μεγάλη τοπική και χρονική απόσταση, θα ξαναθυμηθεί την ιστορία ενός παλιού του φίλου και θα επιχειρήσει επιτέλους να την καταγράψει. Ο Σαούλ Σουράτας, ή αλλιώς «Μασκοφόρος» εξαιτίας μιας εκτεταμένης ελιάς που παραμόρφωνε το μισό του πρόσωπο, ήταν ένας συμφοιτητής του στο πανεπιστήμιο, ένας καλοσυνάτος νέος, που σταδιακά «προσηλυτίστηκε» από την ζωή των ιθαγενών. Ο Σαούλ πιάστηκε σε μια πνευματική παγίδα, με την πολιτισμική έννοια, που τελικά τον απορρόφησε εντελώς. Ήταν άραγε η άσχημη εμφάνιση του που τον έκανε να αισθάνεται στο περιθώριο της «φυσιολογικής» ζωής; Ήταν η εβραϊκή του καταγωγή που τον τραβούσε προς έναν λαό μειοψηφικό και πλάνητα; Ή μήπως επρόκειτο για κάτι βαθύτερο, για την αποκάλυψη μιας ζωής απλής και φυσικής, αρμονικής και γοητευτικής, έναν ουσιαστικότερο και αναγκαίο δεσμό που τον έκανε να αφήσει εντελώς πίσω του το παρελθόν και να τολμήσει μια τόσο τρομερή αλλαγή;

Ένας από τους πιο εκτεταμένους και δραστήριους θεσμούς στο Περού υπήρξε (ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί ότι κάποια στιγμή αποχώρησε από την χώρα, ολοκληρώντας το έργο του) το Θερινό Ινστιτούτο Γλωσσολογίας. Κύριο έργο των βορειοαμερικανών κατά πλειοψηφία γλωσσολόγων ήταν η μελέτη των γλωσσών και των διαλέκτων των φυλών του Αμαζονίου, η καταγραφή του λεξιλογίου και της γραμματικής τους. Επιπλέον, μία από τις βασικές τους επιδιώξεις ήταν η διάδοση της Βίβλου στους ιθαγενείς. Ωστόσο, ο ρόλος που επιτελεί τελικά το Ινστιτούτο και γενικότερα η εισβολή των πολιτισμένων ‘‘βιρακότσας’’ στις εκτάσεις του Αμαζονίου, γίνεται βασικό σημείο τριβής και διαμάχης, καθώς μεταφέρουν μαζί τους τη δυτικοποίηση, την οικονομία της αγοράς, την παραγωγική εκμετάλλευση, και εξωθούν τους ιθαγενείς πληθυσμούς όλο και πιο μακριά από τα μέρη τους και τις δικές τους παραδόσεις. Έτσι, το δίλλημα ανάμεσα στη σταδιακή απορρόφηση και τη ‘‘μόλυνση’’ από τις επιρροές των δυτικών ή τη φυλετική καθαρότητα και τον απομονωτισμό απασχολεί αρκετά τον αφηγητή και, όπως θυμάται, υπήρξε συχνά αντικείμενο συζητήσεων και διαφωνιών μεταξύ αυτού και του καλού του φίλου.

Εκείνο όμως που κεντρίζει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του και αποτελεί σημείο καμπής για την μετέπειτα ζωή του είναι όσα μαθαίνει από ένα ζεύγος γλωσσολόγων για την περίεργη φυλή των Ματσιγκένγκα και τους ιστορητές τους. Οι Ματσιγκένγκα είναι μία φυλή κατακερματισμένη, με χαλαρούς δεσμούς μεταξύ των μελών της, διάσπαρτη στα πυκνά δάση του Αμαζονίου. Μια παραδοσιακά φιλειρηνική φυλή, που η καταγωγή της αποτελεί άλυτο μυστήριο. Οι Ματσιγκένγκα δεν σχηματίζουν κοινότητες, δεν ζουν σε οικισμούς, αλλά μόνο σε μικρές οικογένειες, μέσα στην αχανή έκταση της ζούγκλας. Και τί είναι αυτό που τους ενώνει; Τί είναι αυτό που λειτουργεί σαν συνεκτικός δεσμός και διατηρεί σε αυτούς το στοιχείο της κοινής ταυτότητας; Είναι οι ιστορητές τους, όχι οι μάγοι και οι θεραπευτές της φυλής, αλλά κάποια άλλα χαρισματικά άτομα που διασχίζουν τεράστιες αποστάσεις για να μεταφέρουν τις ιστορίες του λαού τους, τα καθημερινά περιστατικά και τις μυθικές του παραδόσεις. Οι ιστορητές των Ματσιγκένγκα περιπλανιόνται μέσα στην βλάστηση συλλέγοντας ιστορίες, αποθησαυρίζοντας μύθους και κουτσομπολιά, φανταστικά γεγονότα και επινοήσεις, χαρίζοντας έτσι παρηγοριά και ανακούφιση σε εκείνους που τους ακούν.

Η μεγάλη επιτυχία του Λιόσα είναι ότι καταφέρνει με θαυμαστό τρόπο να αναπλάσει στα μισά κεφάλαια του βιβλίου τη φωνή ενός τέτοιου ιστορητή. Με αληθοφάνεια και γοητεία, πετυχαίνει τον άθλο της αφήγησης ενός πρωτόγονου ανθρώπου με μαγικό-θρησκευτική νοοτροπία. Κι αν στην αρχή ο λόγος του μας ξενίζει και μας φαίνεται ακατανόητος, στην συνέχεια καταφέρνει να μας απορροφήσει, να μας παρασύρει στην δίνη του, να μας κερδίσει με την απλότητα, την ομορφιά και την σοφία των ιστοριών του.

«Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες» χαρακτηρίζεται έντονα από την αφηγηματική αμεσότητα του Λιόσα, την ικανότητά του να παρασύρει τον αναγνώστη στον κόσμο που περιγράφει, από την βαθιά του γνώση για τις συνθήκες της πατρίδας του και, πάνω απ’ όλα, από την ευρηματικότητά του στην ανάπλαση των ιστοριών των πρωτογόνων. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο αναγνώστης μπορεί να αισθανθεί ότι είναι ένας από αυτούς, καθισμένος ανακούρκουδα σε κύκλο, με το βλέμμα του αναπόσπαστα στραμμένο σε εκείνη την παράξενη αντρική φιγούρα που έχει ταχθεί να διηγείται ιστορίες…

http://bookpress.gr/diabasame/xeni-pezografia/lliosa-istories
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση