Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Mια επίσκεψη στο παρελθόν την εποχή του εμφυλίου πολέμου.



ΙΧΝΗ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ



Το αστείρευτο πηγάδι της μνήμης

Υπάρχουν γεγονότα, εμπειρίες και βιώματα που είναι καθοριστικά σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Όσος χρόνος και να περάσει κάποιος θα γυρίσει προς τα πίσω και θα τα σκαλίσει, θα τα ψάξει και θα ξανάρθουν στην επιφάνεια το ίδιο ζωντανά όπως τη στιγμή που συνέβησαν. Το μυθιστόρημα του Γιώργου Λίλλη είναι μια τέτοια δουλειά, μια επίσκεψη στο παρελθόν την εποχή του εμφυλίου πολέμου.

Το Μάρτιο του 1948, ο δεκάχρονος Περικλής γίνεται μάρτυρας της φρικτής δολοφονίας των γονιών του από τους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού. Ένας αντάρτης, ο Αντρέας, αναλαμβάνει να πάει το παιδί στο μοναδικό του συγγενή, ένα θείο του στη Λαμία. Καθώς δεν μπορούν να ταξιδέψουν ελεύθερα παίρνουν το δρόμο μέσα από τα βουνά της Ευρυτανίας. Εκεί, ο Περικλής σχεδόν υιοθετείται από την ομάδα των ανταρτών που προσπαθούν να τον προστατέψουν, ενώ στο πρόσωπο της αντάρτισσας Μαρίας θα βρει μια δεύτερη μητέρα. Όταν τους συλλαμβάνουν τελικά, θεωρώντας ότι έχουν συγγένεια, στέλνουν τον Περικλή μαζί με τη Μαρία στη Μακρόνησο, όπου παραμένουν μέχρι το θάνατο της τελευταίας. Το ταξίδι του μικρού αγοριού συνεχίζεται μέσα από το ορφανοτροφείο μέχρι να έρθει η ώρα να φτάσει στη Λαμία και στο θείο του.

Την ιστορία αυτή την αφηγείται ο ηλικιωμένος Περικλής σε ένα νεαρό ερευνητή, καθώς ταξιδεύουν στα μέρη όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα. Τα κεφάλαια εναλλάσσονται: σε ορισμένα υπάρχει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Περικλή και σε άλλα η τριτοπρόσωπη αφήγηση των γεγονότων τη στιγμή που συνέβαιναν. Με γλώσσα απλή, αλλά δυνατή και γεμάτη εικόνες από τη σκληρή ζωή των ανταρτών, ο συγγραφέας κάνει ένα ταξίδι στα δύσβατα μονοπάτια της Ευρυτανίας. Με γρήγορο ρυθμό και χωρίς περιττές λεπτομέρειες παρουσιάζει έναν αγώνα χωρίς ελπίδα για επιβίωση και δημιουργεί χαρακτήρες που είναι εξαιρετικά συμπαθείς, παρά τη σκληρή τους φύση.

Πρέπει να τονιστεί ότι ο ηλικιωμένος Περικλής είναι ένας ισορροπημένος χαρακτήρας που έχει συναίσθηση της πραγματικότητας και παρά την εμπειρία του στο βουνό και αργότερα στο κομμουνιστικό κόμμα, δεν φοράει παρωπίδες. Η παραδοχή του ότι λάθη και εγκλήματα γίνανε και από τις δυο πλευρές είναι το μεγαλύτερο μάθημα που μπορεί να προσφέρει στο νεαρό ερευνητή. Η προσωπική του ιστορία είναι σκληρή, τον σημάδεψε και άργησε πολύ να συνέλθει, αλλά τελικά τον δίδαξε να διακρίνει το σωστό από το λάθος και να βρίσκει τη ζωή μέσα από την αγάπη που παίρνει και προσφέρει.

Αφροδίτη Δημοπούλου

Αυτός είναι ο κόσμος της Ανθής Πιερίδη

 
ΧΡΥΣΟΚΟΚΚΙΝΑ ΜΗΛΑΧΡΥΣΟΚΟΚΚΙΝΑ ΜΗΛΑ
Εκδ ΒΕΡΓΙΝΑ



H Ανθή Πιερίδη γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Κάιρο. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία και μουσική. Ταξίδεψε πολύ. Συγχρόνως ασχολήθηκε εθελοντικά με τα πολιτιστικά, δημιουργώντας τον δικό της κόσμο.

Με αυτές τις εσωτερικές καταβολές, που διαμορφώνουν βλέμμα και σκέψη, μας παραδίδει τα «Χρυσοκόκκινα μήλα», ένα βιβλίο που αποτελείται από έξι νουβέλες. Αν και αυτόνομες, οι έξι αυτές ιστορίες παρουσιάζουν μια φυσική και λογική εξέλιξη περιγράφοντας τόσο τα ιστορικά γεγονότα όσο και τα κοινωνικά, τα οποία διαμορφώνουν την ελληνική κοινωνία και κατ΄ επέκταση την εξέλιξη της ζωής των ηρώων.

Η πρώτη νουβέλα με τίτλο «Εγώ ο Πηλιορείτης», προβάλλει ως η σημαντικότερη και ταυτόχρονα η βάση του βιβλίου. Η αφήγηση ξεκινά αμέσως μετά την κατοχή, εκτυλίσσεται στον εμφύλιο και φθάνει έως την περίοδο της μετανάστευσης, τότε που ξεκινά η διασπορά των Ελλήνων στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και, πιο συγκεκριμένα, στο Κάιρο της Αιγύπτου. Είναι ένα κείμενο δυνατό και ζωντανό, με την ντοπιολαλιά από τις πρώτες κιόλας σειρές να σε μεταφέρει από το τώρα, εκεί, στο τότε. Η σκληρότητα και η βαρβαρότητα καταγράφονται χωρίς η συγγραφέας να χαρίζεται στη μία ή στην άλλη πλευρά, αποτυπώνοντας την εποχή και ερμηνεύοντας παράλληλα τα μίση που φώλιασαν και δίχασαν τότε την Ελλάδα. Και τα οποία άφησαν τα ίχνη τους στις ψυχές των ανθρώπων μέχρι σήμερα, κρατώντας τους δέσμιους/σκλάβους εκείνων των ιδεών που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Σημαντικό στοιχείο εκείνης της εποχής η φτώχεια, μια κατάσταση που προϋπήρχε άλλοτε, να τους ενώνει γύρω από το οικογενειακό τραπέζι και άλλοτε πάλι, μετά τον πόλεμο, να τους κατατάσσει σε κοινωνικές τάξεις. Όμως, σε πείσμα όλων των δεινών εκείνης της εποχής, η συγγραφέας μας δίνει μια εικόνα της κοινωνίας, όπου παιδιά, γέροντες, νέοι, έρωτες, μόχθος, μίση, αντέχουν, συνυπάρχουν και ελπίζουν, διεκδικώντας ένα καλύτερο αύριο. Σύμμαχός της στις περιγραφές αυτές είναι η φύση που ανθίζοντας και ευωδιάζοντας ομορφαίνει την καθημερινότητα, ενώ η ελπίδα της αναγέννησης φυτρώνει παντού.

Η Ανθή Πιερίδη στα κείμενά της χρησιμοποιεί διάφορα είδη γλώσσας ανάλογα με τον ήρωα, διαφοροποιώντας τη γραφή της σε ντοπιολαλιά, παιδική, ανδρική ή απρόσωπη αφηγηματική. Έτσι, στο «Δε ρώτησα» αφηγείται σαν ένα μικρό παιδί που με μικρές, κοφτές προτάσεις εκφράζει τις απορίες και τα όνειρά του περιγράφοντας παράλληλα τον κόσμο των μεγάλων, στον οποίο δεν του επιτρέπεται ακόμη να μπει. Έναν κόσμο γεμάτο ερωτηματικά και ανομολόγητα μυστικά.

Αλλού πάλι με ανδρική γραφή, όπως στο «Γλύφω μόνο παγωτό», εκφράζει τις επιθυμίες και τις συνήθειες της κοινωνίας της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η νουβέλα με ρεαλισμό, ανατροπή και χιούμορ. Αν και οι κοινωνικές σχέσεις αλλάζουν και τις ευλογεί και η Εκκλησία, το κίνητρό τους παραμένει σταθερό, «στο μας βολεύει έτσι». Με την αναγκαστική σιωπή στα υπογείως συμβαίνοντα, να παίρνει πάντα την εκδίκησή της, χρόνια μετά. Ωστόσο, οι αληθινοί έρωτες στο διήγημα «Μουριά» μοιάζει να ξανασμίγουν κι ας έχουν τα σώματα ωριμάσει. Η επιθυμία και η ανάμνηση διατηρούν τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια που είχαν κάποτε. Ενώ στον «Μαγεμένο Αύγουστο», αποτυπώνονται οι μικρές τοπικές κοινωνίες που στιγματίζουν και απομακρύνουν ό,τι δεν τους είναι οικείο. Καίτοι η ίδια αυτή κοινωνία είναι γεμάτη από μυστικά που ενώ τα ξέρουν όλοι, κανείς δεν τα συζητά.

Και τέλος η διασπορά. Στο Κάιρο της Αιγύπτου, με τις οικογένειες που άφησαν τη ζωή τους πίσω στην πατρίδα και εγκαταστάθηκαν εκεί. Δούλεψαν με μόχθο για να ζήσουν καλύτερα αυτοί και τα παιδιά τους. Αίγυπτος, μια χώρα δυνατή, κοσμοπολίτικη, αργή και νωθρή συγχρόνως, με τη μυρωδιά από τα μπαχαρικά, τα φούλια και τη σκόνη της να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα. Εκεί το ελληνικό στοιχείο γιγαντώθηκε, πλούτισε, μορφώθηκε, κατέκτησε τον σεβασμό με την εργατικότητά του, χωρίς ωστόσο να απαλλαγεί ποτέ από τις ανθρώπινες μικροαδυναμίες του. Μέχρι που ο χρόνος τα κάλυψε όλα με τη δική του σκόνη. Ποια κληρονομιά να διεκδικήσεις πια; Όλα μπορούν να σου τα πάρουν, εκτός από τις αναμνήσεις σου εκεί. Αυτές είναι κλειδωμένες στο μυαλό. Όπως είναι κλειδωμένο στο μυαλό και το άρωμα από τους δρόμους του Καΐρου.

Αυτός είναι ο κόσμος της Ανθής Πιερίδη, τον οποίο μας αποκαλύπτει στα «Χρυσοκόκκινα μήλα». Οι ήρωες, μικροί και μεγάλοι, μάχονται να επιβιώσουν, να ερωτευθούν, να δημιουργήσουν. Άλλοτε βγαίνουν κερδισμένοι και άλλοτε πάλι το κατεστημένο τους προσπερνά, ενώ το πέρασμα του χρόνου τους δικαιώνει. Η συγγραφέας πλάθει έναν κόσμο γεμάτο δύναμη, όραμα, προσφορά και ευαισθησία, ταξιδεύοντας τον αναγνώστη στα γεγονότα που διαμόρφωσαν την ελληνική κοινωνία από τον εμφύλιο μέχρι σήμερα. Στα κείμενά της η φύση είναι πάντα παρούσα. Άλλοτε σαν λουλούδι ευωδιάζει και άλλοτε σαν γλάρος πετά πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Για να πάει πιο ψηλά.

Τούλα Ρεπαπή
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση